Το 1873 φτάνει στην Καβάλα με πλοίο o Franz von Löher, Γερμανός λόγιος, καθηγητής της Νομικής και πολιτικός. Προορισμός του ήταν τα νησιά του Αιγαίου, όπου θα αναζητούσε ένα καταφύγιο για τον εκκεντρικό βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Β’, ο οποίος είχε αποφασίσει να παραιτηθεί από το θρόνο του και να αυτοεξοριστεί. Ο Löher δεν ενδιαφέρεται για τα μνημεία, αλλά για τους ανθρώπους, τα ήθη και τις καταστάσεις. Γι’ αυτό και οι εικόνες που μας δίνει από την Καβάλα του 1873 είναι σπάνιες. Ο ταξιδιώτης περιγράφει πρώτα τον χώρο όπου αποβιβάζεται. Είναι ένα παχύ στρώμα άμμου, που εκτείνεται σε όλη την ακρογιαλιά. Εκεί γυμνά παιδιά Τσιγγάνων κουλουριάζονται στη γη. Βλάχοι χωρικοί οδηγούν τα πρόβατα τους για πούλημα και Βούλγαροι αχθοφόροι σπρώχνουν τις βάρκες για να ανεβάσουν τα εμπορεύματα στα καράβια. Απέναντι, στα παραλιακά καφενεδάκια κάθονται σοβαροί γενειοφόροι Τούρκοι με τα μακριά τσιμπούκια τους στο στόμα. Το βλέμμα του μαγνητίζεται από το επιβλητικό υδραγωγείο «των Γενουατών», όπως το αποκαλεί. Ο δρόμος των εμπορικών καταστημάτων που οδηγεί σ’ αυτό (η σημερινή οδός Κουντουριώτου) σκεπάζεται από πράσινα κληματόφυλλα, ενώ η αυλή του τζαμιού (μάλλον του σημερινού Αγίου Νικολάου) σκιάζεται από ένα τεράστιο πλατάνι, τον κορμό του οποίου δύσκολα μπορούν να περιζώσουν 12 άντρες. Ο Löher αποφασίζει να μπει στις μουσουλμανικές συνοικίες της πόλης. Τα στενά δύσβατα δρομάκια που οδηγούν στην Παναγία είναι βουτηγμένα στην παραδοσιακή ακαθαρσία των τουρκικών δρόμων. Συναντούν μια ομάδα γυναικών, από το ντύσιμο των οποίων αμέσως καταλάβαινε κανείς - γράφει ο Löher- ότι σε μερικά χαρέμια της Καβάλας δεν είχε εισχωρήσει ακόμη ούτε μια αχτίδα φράγκικου διαφωτισμού. Οι Τουρκάλες μόλις αντικρίζουν τους ξένους γυρίζουν τις πλάτες, βάζουν τις φωνές και πετούν πέτρες. Η Καβάλα – σημειώνει ο γερμανός ταξιδιώτης – είναι ακόμη μια φωλιά παλαιοτουρκικού φανατισμού. Περιγράφοντας το Ιμαρέτ, το οποίο επισκέφτηκε αμέσως μετά, αναφέρει ότι αρχική πρόθεση του Μεχμέτ Αλί ήταν να χαρίσει στους συμπατριώτες του ένα μεντρεσέ (σχολείο) για να φωτίσει τα μυαλά τους και ένα καλό λιμάνι για να ανθίσει το εμπόριο. Οι Τούρκοι της πόλης θεώρησαν το πρώτο άχρηστο, «αφού όλες οι απαραίτητες γνώσεις περιέχονται στο Κοράνι», και το δεύτερο βλαπτικό, «γιατί τα πολλά καράβια θα διώξουν τα καλά ψάρια στα βαθιά»! Έτσι, παρακάλεσαν το συντοπίτη τους να τους κτίσει ένα ιμαρέτ ( πτωχοκομείο). Από τότε, σημειώνει μεταξύ σοβαρού και αστείου ο Löher, αυξήθηκε η έμφυτη οκνηρία τον κατοίκων· αποφεύγουν την εργασία κι αρκούνται στο πιλάφι που προσφέρεται εκεί καθημερινά. Στη συνέχεια αφηγείται τα παθήματα του ενός γερμανοσπουδασμένου έλληνα γιατρού, ο οποίος έπρεπε να ξεχάσει όσα του δίδαξε η επιστήμη του και να θεραπεύει τις γυναίκες των Τούρκων εξ αποστάσεως. Στην καλύτερη περίπτωση πιάνοντας απλώς το σφυγμό ενός πλάσματος αόρατου από το κουκούλωμα και εντελώς αμίλητου. Η λογική των Τούρκων ήταν ακλόνητη: Γιατί θα πρέπει να εξηγήσει η ασθενής από τι πάσχει; Ούτε οι αγελάδες μπορούν να πουν στο γιατρό από τι υποφέρουν! Στις διαπραγματεύσεις για το νοίκιασμα του καϊκιού που θα μετέφερε τον Löher και τη γυναίκα του στη Θάσο πήραν μέρος οι μισοί κάτοικοι της πόλης. Τελικά η συμφωνία κλείστηκε με την βοήθεια του προξενικού πράκτορα της Γερμανίας, ενός Έλληνα με το όνομα περίφημου Ιταλού ποιητή (προφανώς του Καβαλιώτη καπνέμπορου Μάρκου Φώσκολου). Καθώς ο ταξιδιώτης ατενίζει από τα ανοιχτά την Καβάλα και την Θάσο μια λέξη βρίσκει να πει: Μαγεία! [από το άρθρο του Κ. Λυκουρίνου «Η Καβάλα της Τουρκοκρατίας (1391-1912) στα κείμενα ξένων περιηγητών, περ. Υπόστεγο, 1997, σς. 166-208]